- πρόμοιρος
- -ον, θηλ. και πρόμοιρις, -οίριος, Α1. ο πριν από τον καθορισμένο από τη μοίρα χρόνο θάνατος, ο πρόωρος θάνατος2. (για πρόσωπο) α) αυτός που πέθανε πρόωραβ) ο καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο.επίρρ...προμοίρωςμε πρόωρο θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -μοιρος (< μοῖρα)].
Dictionary of Greek. 2013.